αστεροστάτης

αστεροστάτης
ο
βλ. αστροστάτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστροστάτης — και αστεροστάτης, ο ωρολογιακός μηχανισμός ο οποίος στρέφει το τηλεσκόπιο σύμφωνα με τη διεύθυνση και την ταχύτητα της ημερήσιας κίνησης ώστε τα άστρα να φαίνονται ακίνητα στο πεδίο του τηλεσκοπίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”